- έφεση
- Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται με το αθηναϊκό δικαστήριο των εφετών, το οποίο ίδρυσε ο Δράκων, αλλά ως θεσμός του νεότερου δικαίου κατάγεται από το ρωμαϊκό και βυζαντινό δίκαιο. Στο ρωμαϊκό δίκαιο το ένδικο αυτό μέσο ήταν αρχικά περιορισμένο στις ποινικές αποφάσεις και επεκτάθηκε αργότερα, κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, και στις αστικές, με τη μορφή της apellatio στον Prefectus της πόλης.
Η αρχή της αναθεώρησης των δικαστικών αποφάσεων έχει γίνει αποδεκτή από όλες τις σύγχρονες νομοθεσίες και αποτελεί εγγύηση απέναντι στις δικαστικές πλάνες και αυθαιρεσίες. Στην Ελλάδα το ένδικο μέσο της έ. έτυχε συνταγματικής κατοχύρωσης από τους χρόνους της Επανάστασης (για παράδειγμα, άρθρο 281 Προσωρινού Πολιτεύματος του 1828) και καθιερώθηκε κατόπιν από τον οργανισμό των δικαστηρίων και τους παλαιότερους και νεότερους κώδικες.
Η έ. παρέχεται τόσο κατά των αποφάσεων των πολιτικών όσο και των ποινικών ή άλλων ειδικών δικαστηρίων (για παράδειγμα, φορολογικών).
Στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και της αρμοδιότητας γενικά των πολιτικών δικαστηρίων, το ένδικο μέσο της έ. οργανώνεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Έ. επιτρέπεται κατά των οριστικών αποφάσεων των ειρηνοδικείων (εκτός των μικροδιαφορών), των πρωτοδικείων, μονομελών και πολυμελών, και απευθύνεται όχι αναγκαστικά στο Εφετείο, αλλά στο ανώτερο κατά βαθμό δικαστήριο από εκείνο που εξέδωσε την απόφαση. Για παράδειγμα, η έ. κατά των αποφάσεων του ειρηνοδικείου απευθύνεται στο πρωτοδικείο (πολυμελές). Η χρήση του μέσου αυτού επιτρέπεται όχι μόνο στους διαδίκους που έχασαν κατά τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, αλλά και στον νικητή διάδικο, αν έχει νόμιμο συμφέρον. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν, εκτός αν η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται λόγω αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οπότε η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο. Οπωσδήποτε, όμως, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, καθώς και η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις. Η άσκηση της έ. αναστέλλει την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για εκείνον που ασκεί την έ., εκτός αν ο εφεσίβλητος άσκησε και αυτός αυτοτελή έ. ή αντέφεση.
Στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης η άσκηση έ. επιτρέπεται κατά των βουλευμάτων και κατά των αποφάσεων. Κατά των βουλευμάτων η έ. επιτρέπεται στον κατηγορούμενο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται σε σχετικό άρθρο. Δικαίωμα άσκησης έ. κατά βουλεύματος έχει και ο εισαγγελέας εφετών, σε προθεσμία 15 ημερών από την ημέρα της έκδοσής του, καθώς και ο πολιτικός ενάγων, αν είναι παρών στη διαδικασία. Η έ. απευθύνεται στο συμβούλιο εφετών. Κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, αν είναι αθωωτικές, έ. μπορεί να ασκηθεί από τους παραπάνω καθώς και από τον μηνυτή και τον εγκαλούντα, ενώ αν πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες δηλώνουν αναρμοδιότητα, από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα. Στην περίπτωση των καταδικαστικών αποφάσεων η έ. ασκείται από τον πολιτικώς ενάγοντα με τους περιορισμούς τους οποίους προβλέπει ο νόμος καθώς και από τον κατηγορούμενο αλλά και από τον εισαγγελέα. Περιορισμοί τάσσονται και σε αυτές τις περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη το όριο της ποινής, το οποίο έχει επιβληθεί. Το δικαίωμα της εισαγγελικής αρχής διευρύνεται είτε πρόκειται για άσκηση έ. υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε είτε εναντίον. Η άσκηση έ. έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά με περιορισμούς.
* * *η (ΑΜ ἔφεσις)επιθυμία για απόκτηση, πόθος, προθυμία για κάτι, διάθεση, ροπή προς κάτι (α. «έφεση για μάθηση» β. «ἐλπίδων καὶ δόξης τῆς αληθοῡς περὶ τὸ ἄριστον ἔφεσις τρίτον ἕτερον», Πλάτ.)νεοελλ.(νομ.) ένδικο μέσο εναντίον δικαστικής αποφάσεως, με το οποίο ζητείται η επανεξέταση τής υποθέσεως από ανώτερο δικαστήριομσν.-αρχ.η μεταβίβαση μιας υποθέσεως από ένα δικαστήριο σε άλλο ανώτερο («ἔφεσις δὲ ἐστιν, ὅταν τις ἀπὸ διαιτητῶν ἤ αρχόντων ἤ δημοτών ἐπὶ δικαστὴν ἐφῇ, ή ἀπὸ βουλῆς ἐπὶ δῆμον, ἤ ἀπὸ δῆμον ἐπὶ δικαστήριον, ἤ ἀπὸ δικαστῶν ἐπὶ ξενικὸν δικαστήριον», Πολυδ.)αρχ.1. η ρίψη, το ρίξιμο, η εκτόξευση, τό να ρίχνει κάτι κάποιος εναντίον ενός άλλου («ἡ τοῑς βέλεσιν ἔφεσις», Πλάτ.)2. επιγρ. άδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφίημι, δηλ. επί + θ. ἑσ- (πρβλ. προστ. αορ. β' προσ. ἕς)].
Dictionary of Greek. 2013.